lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
laskeutua, ladata, ahtaa, täyttää, pahentaa, raskauttaa, syyttää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα φινλανδικά, laskeutua στα ελληνικά
γεμίζω στα φινλανδικά