lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
anklage, belasta, belaste, forverre, fullborda, fylle, helle, lande, lassa, laste, lesse, oppfylle, stoppe, tynge, utfylle
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα νορβηγικά, anklage στα ελληνικά
γεμίζω στα νορβηγικά