lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα ρωσικά

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
загрузить, заполнять, зарядить, заряжать, нагружать, надувать, наполнять, обременять, отягощать, погрузить, приземлять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα ρωσικά, загрузить στα ελληνικά
γεμίζω στα ρωσικά