lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα σουηδικά

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
belasta, betunga, fullborda, lassa
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα σουηδικά, belasta στα ελληνικά
γεμίζω στα σουηδικά