lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοικοκύρης στα δανική

Λέξη:
νοικοκύρης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
bonde, herre, hersker, husbond, landmand, mester, vært, vort, ejer
Σχετικές λέξεις:
δανική νοικοκύρης, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, νοικοκύρης δερματολόγος, γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης στα δανική, bonde στα ελληνικά
νοικοκύρης στα δανική