lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοικοκύρης στα φινλανδικά

Λέξη:
νοικοκύρης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
farmari, isäntä, kasvattaja, maanviljelijä, mestari, talonpoika, haltija
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά νοικοκύρης, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, νοικοκύρης δερματολόγος, γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης στα φινλανδικά, farmari στα ελληνικά
νοικοκύρης στα φινλανδικά