lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοικοκύρης στα σουηδικά

Λέξη:
νοικοκύρης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
värd, ägare, innehaver
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά νοικοκύρης, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, νοικοκύρης δερματολόγος, γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης στα σουηδικά, värd στα ελληνικά
νοικοκύρης στα σουηδικά