lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοικοκύρης στα τσεχική

Λέξη:
νοικοκύρης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
domácí, držitel, farmář, hospodář, hostitel, majitel, majitelka, mistr, pachtýř, pán, rolník, sedlák, statkář, velitel, vlastník, vládce, zaměstnavatel
Σχετικές λέξεις:
τσεχική νοικοκύρης, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, νοικοκύρης δερματολόγος, γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης στα τσεχική, domácí στα ελληνικά
νοικοκύρης στα τσεχική