lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοικοκύρης στα ουκρανικά

Λέξη:
νοικοκύρης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
власник, володар, володілець, воротар, держатель, ділок, опора, орендар, утримувач
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά νοικοκύρης, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, νοικοκύρης δερματολόγος, γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης στα ουκρανικά, власник στα ελληνικά
νοικοκύρης στα ουκρανικά