lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νοικοκύρης στα γερμανικά

Λέξη:
νοικοκύρης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
bauer, besitzer, eigentum, eigentümer, gastgeber, gebieter, großgrundbesitzer, gutsbesitzer, herr, inhaber, landwirt, meister, wirt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά νοικοκύρης, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, νοικοκύρης δερματολόγος, γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης στα γερμανικά, bauer στα ελληνικά
νοικοκύρης στα γερμανικά