lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα ισπανικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (11):
arreglar, castigar, corregir, encarnecer, enmendar, mejorar, mejorarse, penar, rectificar, reparar, reprimir
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα ισπανικά, arreglar στα ελληνικά
διορθώνω στα ισπανικά