lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
castigar, consertar, corrigir, emendar, melhorar, pejorar, penar, punir, rectificar, reparar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα πορτογαλικά, castigar στα ελληνικά
διορθώνω στα πορτογαλικά