lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα φινλανδικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (8):
kurittaa, oikoa, rangaista, jalostaa, korjata, parantaa, tarkistaa, ojentaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα φινλανδικά, kurittaa στα ελληνικά
διορθώνω στα φινλανδικά