lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα νορβηγικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (16):
avstraffe, bearbeide, bedre, beriktiga, beriktige, bøte, forbedre, korrigere, korrigert, laga, omarbeide, refse, reparere, rette, straffa, tukte
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα νορβηγικά, avstraffe στα ελληνικά
διορθώνω στα νορβηγικά