lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα εσθονική

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (2):
paikama, täiustama
Σχετικές λέξεις:
εσθονική διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα εσθονική, paikama στα ελληνικά
διορθώνω στα εσθονική