lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα σουηδικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
avstraffa, beriktiga, bättra, förbättra, jämka, korrigera, laga, reparera, rätta, straffa
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα σουηδικά, avstraffa στα ελληνικά
διορθώνω στα σουηδικά