lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα ουγγρική

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
büntetni, fenyíteni, kijavít, kijavítani, megjavítani, javul, megjavít
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα ουγγρική, büntetni στα ελληνικά
διορθώνω στα ουγγρική