lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα ιταλικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
accomodare, aggiustare, assettare, castigare, correggere, emendare, migliorare, penalizzare, punire, rettificare, rifare, riparare, ritoccare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα ιταλικά, accomodare στα ελληνικά
διορθώνω στα ιταλικά