lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα γαλλικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (18):
abonnir, ajuster, amender, améliorer, bonifier, châtier, corriger, punir, pénaliser, raccommoder, rajuster, ramender, rectifier, redresser, refaire, retaper, retoucher, réparer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα γαλλικά, abonnir στα ελληνικά
διορθώνω στα γαλλικά