lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα γερμανικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
bestrafen, korrigieren, strafen, berichtigen, verbessern, bessern, reparieren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα γερμανικά, bestrafen στα ελληνικά
διορθώνω στα γερμανικά