lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
бийте, дисциплінуйте, карайте, карати, надходити, наставати, настати, обстріляйте, покарайте, покарати, поправити, походити, прибувати, прибути, прийти, приходити, приходиться, приїжджати, приїздити, приїхати, штрафуйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα ουκρανικά, бийте στα ελληνικά
διορθώνω στα ουκρανικά