lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα δανική

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
afstraffe, korrigere, rette, straffe, bedre, forbedre, reparere
Σχετικές λέξεις:
δανική διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα δανική, afstraffe στα ελληνικά
διορθώνω στα δανική