lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα λευκορωσίας

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (8):
балючы, кволы, мучительное, нясцерпны, пакутлівы, пякельны, страшэнны, хваравіты
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα λευκορωσίας, балючы στα ελληνικά
οδυνηρός στα λευκορωσίας