lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα γερμανικά

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
empfindlich, schmerzend, schmerzhaft, schmerzlich, weh
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα γερμανικά, empfindlich στα ελληνικά
οδυνηρός στα γερμανικά