lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα ρωσικά

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
болезнен, болезненный, мучительный, наболевший, скорбен, скорбный, акутовый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα ρωσικά, болезнен στα ελληνικά
οδυνηρός στα ρωσικά