lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα σουηδικά

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
öm, penibel, pinlig, pinsam, plågsam, sår, smärtsam
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα σουηδικά, öm στα ελληνικά
οδυνηρός στα σουηδικά