lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα νορβηγικά

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
øm, penibel, pinaktig, pinefull, pinlig, sår, smertefull, sørgmodig, vond
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα νορβηγικά, øm στα ελληνικά
οδυνηρός στα νορβηγικά