lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα αγγλικά

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (13):
aching, acute, distressed, grievous, heavy, hurtful, intense, keen, mournful, painful, severe, smart, sore
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα αγγλικά, aching στα ελληνικά
οδυνηρός στα αγγλικά