lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα τσεχική

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
bolavý, bolestivý, bolestný, citelný, citlivý, truchlivý, žalostný, zoufalý, palčivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα τσεχική, bolavý στα ελληνικά
οδυνηρός στα τσεχική