lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα ουγγρική

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
fájdalmas, fájó, siralmas, akut, érzékeny
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα ουγγρική, fájdalmas στα ελληνικά
οδυνηρός στα ουγγρική