lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδυνηρός στα πορτογαλικά

Λέξη:
οδυνηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
achacoso, doloroso, patológico, penoso, roedor, valsando
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά οδυνηρός, οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός στα πορτογαλικά, achacoso στα ελληνικά
οδυνηρός στα πορτογαλικά