lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
fumaça, fumar, fumo, homo, abrasar, arder, humor, picar, queimadura, queimar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα πορτογαλικά, fumaça στα ελληνικά
καπνίζω στα πορτογαλικά