lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
висушіть, горіти, дезинфікуйте, дим, диміти, згоріти, курити, кусати, кусатися, кіптява, опік, палити, підпалити, спалювати, укус, укусити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα ουκρανικά, висушіть στα ελληνικά
καπνίζω στα ουκρανικά