lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα σλοβενική

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σλοβενική
Μεταφράσεις (2):
dim, kaditi
Σχετικές λέξεις:
σλοβενική καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα σλοβενική, dim στα ελληνικά
καπνίζω στα σλοβενική