lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα αγγλικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (32):
affiliate, agency, allotment, body, branch, column, compartment, department, detachment, dissection, distribution, division, examine, fission, form, interval, parting, partition, partitioning, picket, posse, repartition, section, segmentation, sharing, span, squad, stateroom, subdivision, subsidiary, troop, ward
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα αγγλικά, affiliate στα ελληνικά
μεραρχία στα αγγλικά