lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα ρουμανική

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρουμανική
Μεταφράσεις (3):
divizie, împărţire, compartiment
Σχετικές λέξεις:
ρουμανική μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα ρουμανική, divizie στα ελληνικά
μεραρχία στα ρουμανική