lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα ισπανικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (15):
brigada, compartimiento, departamento, dependencia, destacamento, disección, distribución, división, intervalo, partición, repartición, sección, sector, sucursal, tropa
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα ισπανικά, brigada στα ελληνικά
μεραρχία στα ισπανικά