lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα πολωνική

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
dywizja, dział, dzielenie, oddział, podział, przedział, sekcja
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα πολωνική, dywizja στα ελληνικά
μεραρχία στα πολωνική