lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα ουγγρική

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (16):
alosztály, beosztás, boncolás, fülke, hangköz, intervallum, különítmény, osztag, osztály, osztás, rekesz, rész, részleg, szakasz, terület, ágazat
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα ουγγρική, alosztály στα ελληνικά
μεραρχία στα ουγγρική