lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα σλοβενική

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σλοβενική
Μεταφράσεις (2):
oddelek, del
Σχετικές λέξεις:
σλοβενική μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα σλοβενική, oddelek στα ελληνικά
μεραρχία στα σλοβενική