lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα σουηδικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (14):
andel, avdelning, brorpart, del, delning, fördelning, kupé, lott, part, sektion, skifte, tropp, trupp, uppdelning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα σουηδικά, andel στα ελληνικά
μεραρχία στα σουηδικά