lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα ιταλικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (23):
compartimento, dipartimento, distribuzione, divisione, drappello, ente, erogazione, fascia, filiale, intervallo, partizione, reparto, ripartizione, rubrica, scompartimento, scomparto, serie, sezione, spartizione, spazio, succursale, tratto, truppa
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα ιταλικά, compartimento στα ελληνικά
μεραρχία στα ιταλικά