lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα αγγλικά

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (37):
acquisition, adequacy, advisability, asset, assets, attribute, belonging, belongings, capacity, competence, competency, demesne, estate, feature, fortune, habit, have, having, merit, mode, money-bag, moneybag, own, ownership, patrimony, peculiarity, possession, possessions, premise, proper, property, proprietary, propriety, quality, substance, tenement, way
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα αγγλικά, acquisition στα ελληνικά
περιουσία στα αγγλικά