lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα πολωνική

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
dorobek, majątek, mienie, posesja, posiadłość, właściwość, własność
Σχετικές λέξεις:
πολωνική περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα πολωνική, dorobek στα ελληνικά
περιουσία στα πολωνική