lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα πορτογαλικά

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
acaso, aquisição, atributo, caudal, destino, domínio, fazenda, felicidade, finca, fortuna, granja, herdade, ienes, pertinência, possessão, presa, propriedade, qualidade, roça, sina, sorte, terras
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα πορτογαλικά, acaso στα ελληνικά
περιουσία στα πορτογαλικά