lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα ιταλικά

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (16):
acquisto, apprendimento, bene, carattere, caratteristica, fattoria, fondo, fortuna, patrimonio, peculiarità, podere, possesso, proprietà, proprio, tenuta, ventura
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα ιταλικά, acquisto στα ελληνικά
περιουσία στα ιταλικά