lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα νορβηγικά

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (25):
attributt, besitta, besittelse, beskaffenhet, bo, egen, egenart, egendom, egenskap, eie, eiendel, eiendom, eierskap, ervervelse, formue, gods, gård, hell, inneha, jordegods, karakter, kvalitet, lykke, spesialitet, særdrag
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα νορβηγικά, attributt στα ελληνικά
περιουσία στα νορβηγικά