lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα σουηδικά

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (18):
besitta, besittning, beskaffenhet, bo, egen, egenart, egendom, egenskap, formge, följning, förmögenhet, gods, inneha, jordegods, karaktär, särdrag, tecken, äga
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα σουηδικά, besitta στα ελληνικά
περιουσία στα σουηδικά