lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα ουγγρική

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (12):
birtok, ildomos, jelleg, jellegzetes, saját, sajátság, szerzemény, tulajdon, tulajdonjog, tulajdonság, vagyon, vásárlás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα ουγγρική, birtok στα ελληνικά
περιουσία στα ουγγρική