lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα τσεχική

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
akvizice, atribut, bohatství, doména, država, držba, držení, jmění, koupě, majetek, majetnictví, nabytí, opatření, pořízení, přírůstek, příznak, statek, usedlost, vlastnictví, vlastnost, vlastní, vymoženost, zisk, znak, zvláštnost, získání
Σχετικές λέξεις:
τσεχική περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα τσεχική, akvizice στα ελληνικά
περιουσία στα τσεχική